συγγραφοδιαθήκη

Revision as of 19:25, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

English (LSJ)

ἡ, contract with marriage settlement, BGU252.1 (i A.D.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
συμβόλαιο που ρύθμιζε θέματα γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «συμβόλαιο» + διαθήκη «συνθήκη, σύμβαση»].