στυλοειδής

Revision as of 19:30, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

English (LSJ)

ές, A like a stilus, styloid, ἀποφύσεις Ruf.Onom.142 (στηλ- codd.); ἀπόφυσις Gal.2.252,271; ἐκφύσεις Id.UP7.19. (βαρβαρίζοντες -ειδεῖς προσαγορεύουσι (cf. στῦλος 4) Gal.UPl.c., who glosses it by γραφιοειδής: but Lat. stilus has ǐ, not ȳ.) II Adv. -δῶς in pillar form, cj. in Epicur.Ep.2p.47U.

German (Pape)

[Seite 958] ές, säulenartig, griffelähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στῡλοειδής: -ές, ὅμοιος στύλῳ ἢ γραφίδι, Γαλην. 4. 43Β, Στέφ. Διάκον. 1148C.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
1. όμοιος με στύλο
2. ανατ. (για οστική προεξοχή) αυτός που το σχήμα του θυμίζει στύλο.
επίρρ...
στυλοειδῶς Α
σε σχήμα στύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -ειδής].