προεξοχή
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
η, Ν
1. καθετί που προεξέχει από ένα σώμα σε σχέση με την υπόλοιπη επιφάνειά του (α. «σε μια προεξοχή του βράχου» β. «η προεξοχή του γείσου»)
2. φρ. «ηλιακές προεξοχές», μακριές δομές σαν ταινίες που φαίνεται να προεξέχουν στο χείλος του ηλιακού δίσκου και να προβάλλουν στον σκοτεινό ουρανό σαν λαμπρά νέφη με εναλλασσόμενα παράδοξα σχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προεξέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Γ. Α. Βακαλόπουλο].