ές, entwined, entangled, Nonn.D.3.27, al.
[Seite 988] ές, verflochten, verbunden, Nonn.
συμπλεκής: -ές, ὁ συμπεπλεγμένος, «ἐμπερδευμένος», Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 38.
-ές, ΜΑμπλεγμένος, μπερδεμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πλεκής (< πλέκος, το «πλέγμα»), πρβλ. αμφι-πλεκής].