και συμψέλλιον και συνψέλιον και συψέλιον και σεμσέλλιον και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ1. θρανίο, εδώλιο2. (ο τ. σεμψέλλιον στον πληθ.) τὰ σεμψέλλιαεκκλησιαστικά σκεύη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. subsellium «εδώλιο, θρανίο» (< sub «υπό» + sella «έδρα»)].