συμφιλιῶ, -όω, ΝΜεπανασυνδέω φιλία που είχε διακοπεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φιλιῶ /-ώνω «κάνω κάποιον φίλο, συνάπτω φιλία» (< φιλία)].