συνακτός

Revision as of 19:55, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν, collected, ὕδωρ Porph.Abst.1.42.

Greek (Liddell-Scott)

συνακτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., συνηγμένος, ὕδωρ ὀλίγον συνακτόν, ἐάν τι δέξηται ῥυπαρόν, εὐθέως μιαίνεται Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συνάγω
αυτός που έχει συναχθεί από διάφορα μέρη.