συναποπίπτω
English (LSJ)
fall off at the same time, Id.17(1).672.
Greek Monolingual
Α
αποπίπτω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποπίπτω «πέφτω, γλιστρώ»].
fall off at the same time, Id.17(1).672.
Α
αποπίπτω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποπίπτω «πέφτω, γλιστρώ»].