δίφωνος

Revision as of 10:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, speaking two languages, Philist.62, D.S.17.110.

Spanish (DGE)

-ον
bilingüe ὄντες γὰρ οὗτοι δίφωνοι D.S.17.110, cf. Philist.72, Peripl.M.Rubri 20, Hsch.

German (Pape)

[Seite 645] zweistimmig, zwei Sprachen redend; D. Sic. 17, 110; Pol. 2, 111; zwiefach lautend, E. M. 334, 41.

Greek (Liddell-Scott)

δίφωνος: -ον, ὁμιλῶν δύο γλώσσας, δίγλωσσος, Φίλιστος Ἀποσπ. 62, Διόδ. 17. 110.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίφωνος, -ον)
νεοελλ.
μουσ. (για τραγούδι) αυτό που τραγουδιέται με δύο φωνές
αρχ.
αυτός που μιλά δύο γλώσσες, δίγλωσσος.

Russian (Dvoretsky)

δίφωνος: говорящий на двух языках, двуязычный Diod.