διαβλαστάνω
English (LSJ)
sprout, Thphr.CP4.8.1, Plu.Crass.22.
Spanish (DGE)
brotar, germinar ἃ καὶ σπειρόμενα διαβλαστάνει παραχρῆμα Thphr.CP 4.6.8, cf. 3.20.6, 4.8.1, HP 7.5.2
•anat. ἀπὸ μιῆς πολλαὶ (φλέβες) διαβλαστάνουσαι brotando muchas venas a partir de una sola Hp.Oss.11
•echar brotes ἐκείνη (φλέψ) δὲ ἀφ' ἑωυτῆς διέβλαστε Hp.Oss.16.
Greek (Liddell-Scott)
διαβλαστάνω: μέλλ. -βλαστήσω, ἀναδίδω βλαστούς, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 8, 1.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
διαβλαστάνω: прорастать, прозябать, давать всходы (πόα διαβλαστάνουσα Plut.).