διατύφω

Revision as of 11:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

[ῡ], pf. part. Pass. διατεθυμμένη dazed, Lib.Or.1.95 (nisi leg. -τεθρυμμένη).

Spanish (DGE)

llenar de humo, fig. aturdir en v. pas. ἡ ψυχή Lib.Or.1.95.

German (Pape)

[Seite 609] durchräuchern; übertr., ψυχὴ ἄχους πλέα καὶ διατεθυμμένη, Liban.

Greek (Liddell-Scott)

διατύφω: [ῠ], πληρῶ καπνοῦ, μεταφ., ψυχὴ διατεθυμμένη Λιβάν. 1, 68.

Greek Monolingual

διατύφω (Α) τύφω
γεμίζω καπνό.