δικάστρια
English (LSJ)
ἡ, fem. of δικαστής, Luc.Pisc.9.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
juez τὴν Φιλοσοφίαν αὐτήν ... ποιοῦμαι δικάστριαν Luc.Pisc.9.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δῐκάστρια: ἡ, γυνὴ δικάζουσα, θηλυκ. τοῦ δικαστής, Λουκ. Ἁλ. 9.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
femme juge.
Étymologie: δικαστής.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
δῐκάστρια: ἡ женщина-судья Luc.