διύλισμα

Revision as of 11:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ατος, τό, filtered or clarified liquor, Gal.12.836.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
líquido filtrado o colado Gal.12.836, Ps.Democr.p.41.

German (Pape)

[Seite 644] τό, das Durchgeseihte, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

διύλισμα: τό, ὑγρὸν ἐκ διυλίσεως προελθόν, καθαρισθέν, «λαγαρισθέν», Γαλην. 13, 468.

Greek Monolingual

το (AM διύλισμα)
το καθαρό υγρό που προέρχεται από διύλιση.