δυσαπαλλακτία

Revision as of 11:24, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ἡ, the quality of being difficult to get rid of, persistency, Pl. Phlb.46c.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
dificultad en ser eliminado, persistencia πικρῷ γλυκὺ μεμειγμένον, μετὰ δυσαπαλλακτίας παρόν, ἀγανάκτησιν ποιεῖ mezclado lo dulce con lo amargo, al ser difícil de eliminar, produce desazón Pl.Phlb.46c.

German (Pape)

[Seite 676] ἡ, Schwierigkeit von etwas loszukommen, Plat. Phil. 46 c; vgl. -ξία.

Greek Monolingual

και δυσαπαλλαξία, η (AM δυσαπαλλακτία)
η δυσκολία να απαλλαγεί κανείς από κάποιον ή κάτι.

Russian (Dvoretsky)

δυσαπαλλακτία: v.l. δυσαπαλλαξία ἡ трудность освободиться, невозможность отделиться Plat.