δυσβοήθητος

Revision as of 11:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, hard to help or cure, Hp.Coac.491, D.S.3.47, 11.15, Paul. Aeg.5.29: Comp., Dsc.Eup.2.159. Adv. -τως Gal.5.122.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de auxiliar, esp. medic. de difícil tratamiento γίνεται δὲ ταῦτα ἤδη δυσβοήθητα Hp.Coac.491, ἔκλυσις D.S.3.47, cf. 11.15, 18.44, Dsc.Eup.2.163, Paul.Aeg.5.29.1.
2 adv. -ως de forma difícil de curar (ἔντερον) ἑλκοῦται δ. Gal.5.122.

German (Pape)

[Seite 677] dem schwer zu helfen ist, schwer abzuhelfen; D. Sic. 3, 47. 11, 15.

Greek (Liddell-Scott)

δυσβοήθητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ βοηθήσῃ ἢ θεραπεύσῃ τις, Διόδ. 3. 47., 11. 15, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσβοήθητος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα μπορεί να βοηθηθεί
2. (για αρρώστια) δυσθεράπευτος.

Russian (Dvoretsky)

δυσβοήθητος: которому трудно помочь, с трудом устранимый (ἔκλυσις Diod.).