ἔκλυσις
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἐκλύσεως, ἡ,
A release, deliverance from a thing, ἀφροσύνης Thgn. 590 (=Sol.13.70); ἄθλων A.Pr.264; τοῦδε τοῦ νοσήματος S.OT306; δεσμοῦ Theoc.24.33; Ἀΐδεω AP6.219.24 (Antip.(?)).
2 weakening of an opponent's case, Hdn.Fig.p.91 S., cf. Alex.Fig.1.2.
II feebleness, faintness, Hp.Aph.7.8, etc.; τῆς πόλεως ἔκλυσις καὶ μαλακία D. 17.29; ψυχικῶν δυνάμεων Ph.1.154; φυσική Agatharch.55; ἐκλύσιες κοιλίης relaxations, Hp.Coac.625.
2 laxity, of style, [Longin.] Rh.12.
III lowering of the voice through three quarter-tones (διέσεις), Bacch.Intr.41, Aristid.Quint.1.10, Plu.2.1141b.
Spanish (DGE)
(ἔκλῠσις) -εως, ἡ
I 1liberación c. gen. obj. de n. abstr. ἀφροσύνης Sol.1.70, (ἀλγέων) Thgn.556, ἄθλου A.Pr.262, τοῦδε τοῦ νοσήματος S.OT 306, κακῶν E.IT 899, δεσμοῦ ἀναγκαίου Theoc.24.33, Αἴδεω AP 6.219.24 (Antip.Sid.), γήρως Ph.1.406.
2 segregación, separación de una parte de un lote de tierra, en una división de propiedades PMich.Teb.326.13 (I d.C.).
II sent. fís., ref. a pers.
1 laxitud, flojera, debilidad ἔκλυσις σώματος δεινή Hp.Epid.7.80, cf. Ael.Prom.76.2, ἐκλύσιες κοιλίης flojeras de vientre, diarreas Hp.Coac.625, ἔκλυσις καὶ ἀδυναμία = debilidad y agotamiento Arist.Pr.888a4, συμβαίνει ἐκ τῶν ἀφροδισιασμῶν ἔκλυσις Arist.GA 725b18, διὰ πόνους δὲ γίνονται ἐκλύσεις Thphr.Fr.10.3, ἐνεπλήσθη ἡ ὀσφύς μου ἐκλύσεως LXX Is.21.3, cf. Ez.23.33, ἀπὸ ἐκλύσεως χειρῶν αὐτῶν LXX Ie.29.3, ἔκλυσις φυσική Agatharch.55, cf. D.S.3.47, ἐκλύσεις καρδιακαί τε καὶ στομαχικαί Gal.7.602, cf. 4.437.
2 desmayo, desvanecimiento μετέβαλεν τὸ χρῶμα αὐτῆς (τῆς βασιλίσσης) ἐν ἐκλύσει LXX Es.5.1d, λιποθυμιώδης ἔκλυσις = desfallecimiento semejante a un desmayo, e.e., síncope ligero Ael.Prom.72.31, οὐκ ἠδυνήθησαν φυγεῖν ὑπ' ... ἐκλύσεως D.C.38.49.5, sobre el argumento de una falsa resurrección de Lázaro ἵνα μηδεὶς ἔχῃ λέγειν ... ὅτι ἔ. ἦν ... καὶ οὐ θάνατος Chrys.M.59.343.
3 relajación, aflojamiento ἡ δὲ ἐκμελὴς τοῦ προσώπου ἔ. la deforme relajación del rostro Clem.Al.Paed.2.5.46, οὐ γὰρ ἔκλυσιν χρὴ τοῦ σώματος εἶναι παντελῆ τὸν ὕπνον Clem.Al.Paed.2.8.78.
III sent. moral relajación, disolución, perversión de comportamientos, costumbres, c. gen. subjet. ἀδιήγητος τῆς πόλεως ἔκλυσις καὶ μαλακία D.17.29, ἔ. ψυχῆς Vett.Val.157.10, ἀκολουθεῖ δὲ τῇ ἀκολασίᾳ ... ἔ. Arist.VV 1251a23, cf. Plu.Fr.79, Ph.1.154, τὴν πλεονάσασαν ... ἔκλυσιν ἀνεκτήσατο Ἀριστείδης Aristides puso fin a la extendida decadencia (de la oratoria), Longin.Fr.12, ἀθλοφόρων δ' ἔ. ἀλλοτρία la disolución es extraña a los mártires, AP 8.167 (Gr.Naz.), ἡ ἐπισκοπικὴ ἔκλυσις Gr.Naz.Ep.95.
IV téc.
1 mús. relajación, disminución de voz en tres cuartos de tono (διέσεις) op. a ἐκβολή ‘proyección’ τὴν ἔκλυσιν ... πολύ μείζω πεποιηκέναι φασὶν αὐτὸν (τὸν Πολύμνηστον) Plu.2.1141b, ἔ. ... ἐκαλεῖτο τριῶν διέσεων ἀσυνθέτων ἄνεσις Aristid.Quint.28.4, cf. Bacch.Harm.41.
2 ret. menoscabo, descrédito, zaherimiento op. ἐπίτασις Hdn.Fig.13, cf. 15, Alex.Fig.1.2.
German (Pape)
[Seite 768] ἡ, 1) die Erlösung, Befreiung von Etwas; ἄθλων Aesch. Prom. 262; νοσήματος Soph. O. R. 306; κακῶν Eur. I. T. 899; δεσμῶν Theocr. 24, 33. – 2) die Entkräftung, Schwäche, Ohnmacht, Hippocr., Theophr. u. A.; πόλεως ἔκλ. καὶ μαλακία Dem. 17, 29.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 délivrance, affranchissement (d'un mal, d'une épreuve, etc.);
2 relâchement, affaiblissement (du corps ou de l'esprit).
Étymologie: ἐκλύω.
Russian (Dvoretsky)
ἔκλῠσις: εως ἡ
1 освобождение, избавление (τινος Trag., Theocr., Anth.): αἵματος ἔ. Plut. кровотечение;
2 расслабленность, изнеможение, бессилие, упадок (πόλεως ἔ. καὶ μαλακία Dem.; ἔ. καὶ ἀδυναμία ἐκ τῶν ἀφροδισιασμῶν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκλῠσις: -εως, ἡ, ἀπαλλαγή, ἢ ἀπολύτρωσις ἀπό τινος, ἀφροσύνης Θέογν. 590· ἄθλων Αἰσχύλ. Πρ. 262· τοῦδε τοῦ νοσήματος Σοφ. Ο. Τ. 306· δεσμοῦ Θεόκρ. 24. 33, κτλ. ΙΙ. ἀδυναμία, λιποθυμία, παράλυσις, Ἱππ. Ἀφ. 1258, κτλ.· τῆς πόλεως ἔκλ. καὶ μαλακία Δημ. 219. 28· ἐκλύσιες κοιλίης, διάρροιαι, Ἱππ. 221D. ΙΙΙ. ἡ καταβίβασις τῆς φωνῆς κατὰ τρία τέταρτα τοῦ τόνου, (διέσεις) Μουσ. Συγγρ.
Greek Monotonic
ἔκλῠσις: -εως, ἡ (ἐκλύω),
I. απαλλαγή ή απολύτρωση από κάτι, με γεν., σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. αδυναμία, ατονία, εξασθένηση, λιποθυμία, σε Δημ.
Middle Liddell
ἔκλῠσις, εως ἐκλύω
I. release or deliverance from a thing, c. gen., Aesch., etc.
II. feebleness, faintness, Dem.