δυσπάρευνος

Revision as of 11:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, ill-mated, λέκτρον S.Tr.791.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
de funesto compañero λέκτρον S.Tr.791.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάρευνος: -ον, δύσλεκτρος, κακοστρωμένος, δυστυχής, λέκτρον Σοφ. Τρ. 791.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la couche est funeste.
Étymologie: δυσ-, πάρευνος.

Greek Monolingual

δυσπάρευνος, -ον (Α)
φρ. «δυσπάρευνον λέκτρον» — κακοστρωμένο κρεβάτι, δύστυχος γάμος.

Greek Monotonic

δυσπάρευνος: -ον, αυτός που έχει κακό σύντροφο στο κρεβάτι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπάρευνος: (о брачном ложе) несчастливый, роковой (λέκτρον Soph.).

Middle Liddell

δυσ-πάρευνος, ον
ill-mated, Soph.