διορκισμός

Revision as of 11:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ὁ, assurance on oath, Plb.16.26.6.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ juramento, promesa solemne Plb.16.26.6.

Greek (Liddell-Scott)

διορκισμός: ὁ, ἔνορκος διαβεβαίωσις, Πολύβ. 16. 26, 6.

Greek Monolingual

διορκισμός, ο (Α) ορκισμός
ένορκη διαβεβαίωση.

Russian (Dvoretsky)

διορκισμός:подтверждение клятвой Polyb.