Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διαβεβαίωση

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire

Source

Greek Monolingual

η (AM διαβεβαίωσις)
1. η επιβεβαίωση, η πλήρης πιστοποίηση, η ρητή υπόσχεση
2. (για κληρικούς) α) η βεβαίωση ότι θα πουν την αλήθεια ενώπιον δικαστηρίου
τοποθετούν το δεξί χέρι στο στήθος και όχι επί του Ευαγγελίου, όπως οι λαϊκοί
β) η επίσημη υπόσχεση μητροπολιτών πριν από την ενθρόνιση τους ενώπιον του ανώτατου άρχοντα ότι θα εκτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας και τους νόμους του κράτους (ανάλογη με την ορκωμοσία υπουργών και ανώτατων κρατικών λειτουργών)
αρχ.
η ισχυρή βεβαίωση.