γράπτης

Revision as of 11:46, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ου, ὁ, wrinkled, Eust.633.56.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ arruga Eust.633.56.
• Etimología: Deriv. de γράφω q.u.

German (Pape)

[Seite 505] ὁ, der Runzeln hat, Eust.

Greek Monolingual

ο (Μ)
αυτός που έχει ρυτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος σημασιολογικά τ. του γράπις, που μαρτυρείται στον Ευστάθιο. Το γράπτης θεωρήθηκε παράγωγο του γράφω «χαράζω (γραμμή)»].