brevity
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Of speech: P. συντομία, ἡ, βραχυλογία, ἡ.
Shortness: P. βραχύτης, ἡ.
With brevity, concisely: use adv. , P. and V. συντόμως.
subs.
Of speech: P. συντομία, ἡ, βραχυλογία, ἡ.
Shortness: P. βραχύτης, ἡ.
With brevity, concisely: use adv. , P. and V. συντόμως.