Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
βεβῶσα, v. βαίνω.
v. βαίνω.
βεβώς: βεβῶσα, ἴδε ἐν λ. βαίνω.
part. pf.2 de βαίνω.
βεβώς: Επικ. αντί βεβαώς, βεβηκώς, μτχ. παρακ. του βαίνω.
βεβώς ptc. perf. van βαίνω.