βεβώς
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
βεβῶσα, v. βαίνω.
Spanish (DGE)
v. βαίνω.
French (Bailly abrégé)
part. pf.2 de βαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
βεβώς: βεβῶσα, ἴδε ἐν λ. βαίνω.
Greek Monotonic
βεβώς: Επικ. αντί βεβαώς, βεβηκώς, μτχ. παρακ. του βαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
German (Pape)
zusammengezogen aus βεβαώς, partic. von βαίνω.