βαρύπυκνος

Revision as of 11:58, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, in the lower part of the πυκνόν (q.v.), φθόγγοι Aristid.Quint.3.10, Cleonid.Harm.4, etc.

Spanish (DGE)

-ον
baripicno la nota más baja de la suma de dos intervalos mínimos del tetracordio φθόγγοι Cleonid.Harm.4, Aristid.Quint.109.5, tipos del mismo: ὑπάτη ὑπάτων, ὑπάτη μέσων, μέση, παραμέση y νήτη διεζευγμένων Alyp.p.368.13, cf. Bacch.Harm.27, Mart.Cap.9.945.

German (Pape)

[Seite 434] bei den Music. mit dem πυκνόν, w. m. s., in der Tiefe.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύπυκνος: -ον, βαρὺς καὶ πυκνός, ἐπὶ τῶν μουσικῶν φθόγγων· «βαρύπυκνοι μὲν οὖν εἰσι πέντε οἵδε, ὑπάτη ὐπάτων, ὑπάτη μέσων, μέση, παραμέση, νήτη διεζευγμένων» Εὐκλείδ. 6.

Greek Monolingual

βαρύπυκνος, -ον (Α)
(για μουσικούς φθόγγους) ο πυκνός και βαρύς.