βαρυώδυνος

Revision as of 12:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, (ὀδύνη) A suffering grievous pangs, Nonn.D.47.163. 2 causing grievous pangs, ib.48.808.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠώδῠνος) -ον
1 que sufre graves dolores, γενέτης Nonn.D.47.163.
2 gravemente doloroso ref. al parto βαρυώδυνα κέντρα λοχείης Nonn.D.48.808, ὥρην γὰρ τρομέει βαρυώδυνον Nonn.Par.Eu.Io.16.21.

German (Pape)

[Seite 435] schwere Schmerzen erduldend, Nonn. D. 47, 163.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυώδῠνος: ον,(ὀδύνη) ὁ πάσχων βαρεῖς πόνους, Νόνν. Δ.48.808.

Greek Monolingual

βαρυώδυνος, -ον (Α)
1. αυτός που νιώθει βαθιά οδύνη, μεγάλο πόνο
2. εκείνος που προκαλεί μεγάλο πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -ωδυνος < οδύνη].