βαρυώδυνος

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠώδῠνος Medium diacritics: βαρυώδυνος Low diacritics: βαρυώδυνος Capitals: ΒΑΡΥΩΔΥΝΟΣ
Transliteration A: baryṓdynos Transliteration B: baryōdynos Transliteration C: varyodynos Beta Code: baruw/dunos

English (LSJ)

βαρυώδυνον, (ὀδύνη)
A suffering grievous pangs, Nonn. D. 47.163.
2 causing grievous pangs, ib.48.808.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠώδῠνος) -ον
1 que sufre graves dolores, γενέτης Nonn.D.47.163.
2 gravemente doloroso ref. al parto βαρυώδυνα κέντρα λοχείης Nonn.D.48.808, ὥρην γὰρ τρομέει βαρυώδυνον Nonn.Par.Eu.Io.16.21.

German (Pape)

[Seite 435] schwere Schmerzen erduldend, Nonn. D. 47, 163.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυώδῠνος: ον,(ὀδύνη) ὁ πάσχων βαρεῖς πόνους, Νόνν. Δ.48.808.

Greek Monolingual

βαρυώδυνος, -ον (Α)
1. αυτός που νιώθει βαθιά οδύνη, μεγάλο πόνο
2. εκείνος που προκαλεί μεγάλο πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -ωδυνος < οδύνη].