βοτανίζω

Revision as of 12:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

root up weeds, Thphr.CP3.20.9, PLond.1.131rii 42 (i A. D.), GP.3.3.13:— Pass., ib.2.24.3.

Spanish (DGE)

agr. escardar σκάλλειν καὶ βοτανίζειν Thphr.CP 3.20.9, cf. PCair.Zen.635.9, 701.32 (ambos III a.C.), SB 9699.2.43 (I d.C.), ὅταν δὲ ἀποσταχύῃ τὰ σπαρέντα, βοτανίσαι αὐτά Gp.3.3.13, cf. en v. pas. 2.24.3.

German (Pape)

[Seite 455] Unkraut ausjäten, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βοτᾰνίζω: μέλλ. –ίσω, ἐκριζώνω ἄγρια χόρτα, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 20, 9.

Greek Monolingual

(AM βοτανίζω) βοτάνη
ξεριζώνω τα άγρια χόρτα από καλλιεργημένο χώρο.