βλαυτίον

Revision as of 12:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

τό, Dim. of βλαύτη, little sandal, Ar.Eq.889, Aristodem.8, AP6.293 (Leon.); βλαύρια in Hsch., Cyr.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): βλαύτιος Sud.s.u. βάθρα
zapatilla o sandalia τοῦ χωλοῦ ποδὸς τὸ β. Aristodemus en Ath.338a (= FHG 3.310), frec. plu. τρόποις ... ὥσπερ βλαυτίοισι χρῶμαι Ar.Eq.889, ὁ σκίπων καὶ ταῦτα τὰ βλαυτία, πότνια Κύπρι, ἄγκειται AP 6.293 (Leon.), βλαυτία ... νοσούντων εἰσὶ φορήματα Philostr.Ep.18, cf. Poll.10.49, Sud.l.c.

German (Pape)

[Seite 448] τό, dim. zum vorigen, Ar. Equ. 886; Ath. VIII, 338 a; Leon. Tar. 10, 38 (VI, 293 Plan. 307).

Greek (Liddell-Scott)

βλαυτίον: τό, ὑποκορ. τοῦ βλαύτη, Ἀριστοφ. Ἱππ. 889, Ἀθήν. 338Α.

Greek Monolingual

βλαυτίον, το (Α) βλαύτη
παντοφλάκι.

Greek Monotonic

βλαυτίον: τό, υποκορ. του βλαύτη, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[Dim. of βλαύτη, Ar.]

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλαυτίον -ου, τό, demin. van βλαύτη, pantoffeltje.