βλαυτίον
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
English (LSJ)
τό, Dim. of βλαύτη, little sandal, Ar.Eq.889, Aristodem.8, AP6.293 (Leon.); βλαύρια in Hsch., Cyr.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): βλαύτιος Sud.s.u. βάθρα
zapatilla o sandalia τοῦ χωλοῦ ποδὸς τὸ β. Aristodemus en Ath.338a (= FHG 3.310), frec. plu. τρόποις ... ὥσπερ βλαυτίοισι χρῶμαι Ar.Eq.889, ὁ σκίπων καὶ ταῦτα τὰ βλαυτία, πότνια Κύπρι, ἄγκειται AP 6.293 (Leon.), βλαυτία ... νοσούντων εἰσὶ φορήματα Philostr.Ep.18, cf. Poll.10.49, Sud.l.c.
German (Pape)
[Seite 448] τό, dim. zum vorigen, Ar. Equ. 886; Ath. VIII, 338 a; Leon. Tar. 10, 38 (VI, 293 Plan. 307).
Greek (Liddell-Scott)
βλαυτίον: τό, ὑποκορ. τοῦ βλαύτη, Ἀριστοφ. Ἱππ. 889, Ἀθήν. 338Α.
Greek Monolingual
βλαυτίον, το (Α) βλαύτη
παντοφλάκι.
Greek Monotonic
βλαυτίον: τό, υποκορ. του βλαύτη, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[Dim. of βλαύτη, Ar.]
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλαυτίον -ου, τό, demin. van βλαύτη, pantoffeltje.