αἰθαλέος
English (LSJ)
(better -άλεος, cf. EM262.4), α, ον, (αἰθάλη) A smoky, A.R. 4.777. II of ants, = αἰθαλόεις 11.2, Nic. Th.750.
Spanish (DGE)
(αἰθᾰλέος) -α, -ον
• Alolema(s): αἰθάλειος EMα 482; αἰθάλεος Sch.D.T.542.10
1 de oscuros nubarrones πρηστῆρες A.R.4.777.
2 parduzco, negruzco de las hormigas, Nic.Th.750, σημαίνει τὸν καπνόν EM l.c.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθαλέος: -α, -ον, (αἰθάλη) = καπνοῦ πλήρης, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 777. 2) ἐπὶ μυρμήγκων, = αἰθαλόεις, ΙΙ. 2. Νικ. Θ. 750.