αὐχενιστήρ

Revision as of 12:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ῆρος, ὁA, βρόχος αὐ. halter, Lyc.1100; ligature for neck, Hippiatr.10.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
dogal αὐ. βρόχος Lyc.1100, en vet. utilizado como torniquete τὸν δὲ τόπον περιβάλλειν αὐχενιστῆρι Hippiatr.10.8bis.

German (Pape)

[Seite 405] βρόχος, Strick zum Erhenken, Lycophr. 1100.

Greek (Liddell-Scott)

αὐχενιστήρ: ῆρος, ὁ, βρόχος αὐχ., πρὸς ἀπαγχόνισιν, Λυκόφρ. 1100.

Greek Monolingual

αὐχενιστήρ, ο (Α) αυχενίζω
1. (βρόχος) κατάλληλος για απαγχονισμό
2. επίδεσμος του αυχένα.