αὐτόπολις

Revision as of 12:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

πόλις free, independent state, Th.5.79.

Spanish (DGE)


libre, independiente de ciudad αὐτόνομοι καὶ αὐτοπόλιες Trat. en Th.5.79.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόπολις: πόλις, ἐλευθέρα, ἀνεξάρτητος πόλις, Θουκ. 5. 79.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
cité libre se régissant par elle-même.
Étymologie: αὐτός, πόλις.

Greek Monolingual

αὐτόπολις, η (Α)
ελεύθερη, ανεξάρτητη πόλη.

Greek Monotonic

αὐτόπολις: ἡ, ελεύθερη πόλη, ανεξάρτητη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόπολις: εως ἡ автономное государство Thuc.

Middle Liddell


free as a state, independent, Thuc.