αὐτόδηλος

Revision as of 12:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, self-evident, A.Th.848 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον evidente por sí mismo τάδε A.Th.848.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόδηλος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ φανερός, Αἰσχύλ. Θηβ. 848· οὕτω καὶ ὁ Δινδ. ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 463.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
évident de soi-même.
Étymologie: αὐτός, δῆλος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτόδηλος, -ον) δήλος
ολοφάνερος αυταπόδεικτος.

Greek Monotonic

αὐτόδηλος: -ον, αυταπόδεικτος, κατάδηλος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόδηλος: самоочевидный, совершенно ясный Aesch., Arph.

Middle Liddell

self-evident, Aesch.