ἀμυγμός

Revision as of 12:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ὁ, = ἄμυγμα (scratching, tearing), cj. in A. Ch. 24.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
arañazo A.Ch.24 (cf. ἀμυχμός).

German (Pape)

[Seite 130] ὁ, das Zerfleischen, Aesch. Ch. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυγμός: ὁ, (ἀμύσσω) ἄμυγμα, «τσουγγράνισμα», σπαραγμός· πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Αἰσχ. Χο. 24. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ· ὁ Ἕρμαν. ἔχει διωγμοῖς.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἄμυγμα.

Greek Monolingual

ἀμυγμός, ο (Α) ἀμύσσω
το άμυγμα.

Greek Monotonic

ἀμυγμός: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμυγμός: ὁ Aesch. = ἄμυγμα.