ἀμφιπεριστείνομαι

Revision as of 12:56, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

Pass., (στεινός, στενός) to be pressed, crowded on all sides, Call.Del. 179.

Spanish (DGE)

llenarse, atestarse por completo ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το] ιο φάρ[αγγ] ες ἀμφιπεριστείνωνται Call.Del.179.

German (Pape)

[Seite 141] Call. Del. 179, ringsum zusammengedrängt, voll sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπεριστείνομαι: (στεινός, στενός), παθ., ἁπανταχόθεν πιέζομαι ἢ πυκνοῦμαι, συνωθοῦμαι, Καλλ. εἰς Δῆλ. 179.

Greek Monolingual

ἀμφιπεριστείνομαι (Α)
πιέζομαι, συνωθούμαι από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περιστείνομαι «στενεύομαι, πιέζομαι»].