ἀνακούφισμα

Revision as of 13:07, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ατος, τό, a relief, Hp.Vict.2.64.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
elevación de brazos τὰ δὲ ἀνακινήματα καὶ ἀνακουφίσματα τὴν μὲν σάρκα ἥκιστα διαθερμαίνει Hp.Vict.2.64.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακούφισμα: -ατος, τό, ἐλάφρυνσις, Ἱππ. 364. 4.

Greek Monolingual

το (Α ἀνακούφισμα) ἀνακουφίζω
η ανακούφιση.