ἀνθικός
English (LSJ)
ή, όν, flowering, τὰ ἀ., opp. τὰ φρυγανικά, Thphr.HP6.62.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que produce flores τὰ ἀ. de las coronarias, op. τὰ φρυγανικά Thphr.HP 6.6.2.
German (Pape)
[Seite 232] die Blumen betreffend, Theophr., zw.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἄνθη ἢ ὅμοιος τοῖς ἄνθεσι, τὰ ἀνθικὰ = ἄνθη, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 6. 6, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνθικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άνθη
αρχ.
εκείνος που ανθοφορεί, που βγάζει λουλούδια.