ἀσυγκόμιστος

Revision as of 14:53, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, not gathered in, καρπός X.Cyr.1.5.10.

Spanish (DGE)

-ον
no recogido καρπός X.Cyr.1.5.10, cf. PCair.Isidor.77.16 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 379] ungeerntet, nicht eingebracht, καρπός Xen. Cyr. 1, 5, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκόμιστος: -ον, ὁ μὴ συγκομισθείς, καρπὸς Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non apporté ensemble, non recueilli.
Étymologie: , συγκομίζω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσυγκόμιστος, -ον) συγκομίζω
ο αμάζευτος.

Greek Monotonic

ἀσυγκόμιστος: -ον (συγκομίζω), αυτός που δεν έχει συλλεγεί, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυγκόμιστος: не свезенный (в одно место), неубранный (καρπός Xen.).

Middle Liddell

συγκομίζω
not gathered in, Xen.