αμάζευτος
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
(και αμάζωχτος και αμάζωτος), -η, -ο μαζεύω
αυτός που δεν μαζεύεται ή δεν μαζεύτηκε και ειδικά: 1. (για καρπούς, άνθη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει συλλέγει, ο ασυγκόμιστος
2. αυτός που δεν στοιβάχθηκε, ασώρευτος, αστοίβαχτος
3. για το σπίτι κυρίως) αυτός που δεν τακτοποιήθηκε, ασυμμάζευτος, ατακτοποίητος
4. αδίπλωτος, ατύλιχτος
5. (για πρόσωπα) α) αυτός που δεν συναθροίστηκε, δεν συγκεντρώθηκε, ο ασυνάθροιστος
β) αυτός που δεν συμμαζεύεται, δεν περιορίζεται, άσωτος, ρέμπελος.