ἀσυνύπαρκτος

Revision as of 14:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, incapable of coexisting, A.D.Conj.221.8, Alex.Aphr.Quaest.97.28, S.E.P.2.202, Simp.in Cat.381.13.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede coexistir τὰ ἐναντία Alex.Aphr.Quaest.97.28, Iambl.in Nic.p.74, ἀξιώματα S.E.P.2.202, τὰ μέρη S.E.M.8.81, ἀ. ἡ δικαιοσύνη τῇ ἀδικίᾳ Didym.Gen.20.26, ἡ κατάφασις τῇ ἀποφάσει ἀ. Simp.in Cat.381.13, τὸ ... διαζευκτικὸν δηλοῦν τὸ ἀσυνύπαρκτον la conjunción disyuntiva que muestra la incompatibilidad de dos frases, A.D.Coni.221.8.

German (Pape)

[Seite 381] nicht zusammen, neben einander bestehend, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνύπαρκτος: -ον, ὁ μὴ συνυπάρχων, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 202.

Greek Monolingual

ἀσυνύπαρκτος, -ον (Α)
αυτός που δεν μπορεί να συνυπάρξει με κάποιον άλλον.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυνύπαρκτος: не сосуществующий, несовместимый (ἀξιώματα Sext.).