ἑάλωκα

Revision as of 15:14, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

v. ἁλίσκομαι.

Spanish (DGE)

v. ἁλίσκομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἑάλωκα: ἑαλώκειν, ἴδε ἁλίσκομαι ᾰ.

French (Bailly abrégé)

v. ἁλίσκομαι.

Greek Monotonic

ἑάλωκα: [ᾰ], παρακ. του ἁλίσκομαι· ἑάλων, αόρ. βʹ.

Russian (Dvoretsky)

ἑάλωκα: pf. к ἁλίσκομαι.