εἰσεῖδον

Revision as of 15:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

Ep. εἴσῐδον and in Med. form εἰσῐδόμην, v. εἰσοράω.

Spanish (DGE)

v. εἰσοράω.

German (Pape)

[Seite 742] s. εἰσοράω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσεῖδον: Ἐπ. εἴσῐδον καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ εἰσῐδόμην, ἴδε ἐν λ. εἰσοράω.

French (Bailly abrégé)

v. εἰσοράω.

English (Autenrieth)

see εἰσοράω.

Greek Monolingual

εἰσεῑδον και εἴσιδον (Α)
αόρ. του ρ. εισορώ.

Greek Monotonic

εἰσεῖδον: Επικ. -ίδον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του εἰσοράω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσεῖδον: aor. 2 к εἰσοράω.