compress
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Ar. κατάπλασμα, τό.
v. trans.
P. συνωθεῖν (Plat.), συμπιέζειν (Plat.), Ar. and P. θλίβειν, πιέζειν.
Shorten: P. and V. συντέμνειν, συστέλλειν, κολούειν.
subs.
Ar. κατάπλασμα, τό.
v. trans.
P. συνωθεῖν (Plat.), συμπιέζειν (Plat.), Ar. and P. θλίβειν, πιέζειν.
Shorten: P. and V. συντέμνειν, συστέλλειν, κολούειν.