ἐμπεδόφρων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν) steadfast of mind, Phalar.Ep.37.2.
Spanish (DGE)
-ον de mente cerrada Phalar.Ep.37.
German (Pape)
[Seite 811] ον, festes Verstandes, Sinnes, Phalar. en. 115.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεδόφρων: -ον, (φρὴν) ὁ ἔχων ἐμπέδους φρένας, σταθερὸν φρόνημα, Φαλάρ. Ἐπιστ. 115.
Greek Monolingual
ἐμπεδόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει σταθερό φρόνημα.