ἐναντιόφημος
English (LSJ)
ον, contradicting oneself, gloss on παλίγγλωσσος, Sch.Pi.N.1.88.
Spanish (DGE)
-ον
que contradice, desmiente o se contrapone (ῥῆσις) Sch.Pi.N.1.88.
German (Pape)
[Seite 827] Widersprechendes sagend, Schol. Pind. N. 1, 88.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναντιόφημος: -ον, ὁ πρὸς ἑαυτὸν ἀντιφάσκων, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 188 Böckh.
Greek Monolingual
ἐναντιόφημος, -ον (Α)
αυτός που αντιφάσκει, που μιλά αντιφατικά.