παλίγγλωσσος
English (LSJ)
παλίγγλωσσον, Attic παλίγγλωττος,
A contradictory, false, ἀγγέλων ῥῆσις Pi.N.1.58; but ἔρις οὐ παλίγγλωσσος = unrelenting strife, Id.Parth.2.63.
II of strange tongue or of foreign tongue, πόλις Id.I.6(5).24.
III = δύσφημος, Com.Adesp.1098.
German (Pape)
[Seite 447] von widriger, fremder Sprache; πόλις, neben βάρβαρος, Pind. I. 5, 23; aber ῥῆσις παλίγγλωσσος ἀγγέλων, N. 1, 58, ist die widersprechende, falsche; vgl. Poll. 2, 109. 6, 164, wo es δύσφημος, κακόφημος erkl. ist.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui parle à rebours, faux;
2 qui parle une langue étrangère.
Étymologie: πάλιν, γλῶσσα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίγγλωσσος -ον [πάλιν, γλῶσσα] tegensprekend, onwaar, met vreemde taal.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίγγλωσσος:
1 говорящий на непонятном языке (πόλις Pind.);
2 неверный, лживый (ῥῆσις Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
παλίγγλωσσος: -ον, ὡς τὸ παλίλλογος, ΙΙ. 2, ἐναντιόφημος, ἀντιφατικός, ψευδής, ἀγγελία Πινδ. Ν. 1. 88. ΙΙ. ὁ λαλῶν παράδοξον ἢ ξένην γλῶσσαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6(5). 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιγγλώσσῳ· βλασφήμῳ».
English (Slater)
πᾰλίγγλωσσος, -ον
a uttered contrary to fact, lying παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν pr. (N. 1.58)
b perverse of tongue οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος (I. 6.24)
c sign. incert. ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ ]λος τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς πιστὰς ἐφίλη[ς.]ν (παλίγγλωσσος coni. Wil.: unrelenting G-H.) Παρθ. 2. 63.
Greek Monolingual
παλίγγλωσσος και πολίγλωσσος, -ον (Α)
1. αντιφατικός, ψευδής
2. αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει («ἔρις οὐ παλίγγλωσσος», Πίνδ.)
3. αυτός που μιλά παράξενη ή ξένη γλώσσα
4. δύσφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + -γλωσσος (< γλῶσσα)].
Greek Monotonic
πᾰλίγγλωσσος: -ον (γλῶσσα),·
I. αντιφατικός, ψευδής, σε Πίνδ.
II. λέγεται για παράξενη ή ξένη γλώσσα, στον ίδ.
Middle Liddell
πᾰλίγ-γλωσσος, ον, γλῶσσα
I. contradictory, false, Pind.
II. of strange or foreign tongue, Pind.