παλίγγλωσσος

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίγγλωσσος Medium diacritics: παλίγγλωσσος Low diacritics: παλίγγλωσσος Capitals: ΠΑΛΙΓΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: palínglōssos Transliteration B: palinglōssos Transliteration C: paligglossos Beta Code: pali/gglwssos

English (LSJ)

παλίγγλωσσον, Attic παλίγγλωττος,
A contradictory, false, ἀγγέλων ῥῆσις Pi.N.1.58; but ἔρις οὐ παλίγγλωσσος = unrelenting strife, Id.Parth.2.63.
II of strange tongue or of foreign tongue, πόλις Id.I.6(5).24.
III = δύσφημος, Com.Adesp.1098.

German (Pape)

[Seite 447] von widriger, fremder Sprache; πόλις, neben βάρβαρος, Pind. I. 5, 23; aber ῥῆσις παλίγγλωσσος ἀγγέλων, N. 1, 58, ist die widersprechende, falsche; vgl. Poll. 2, 109. 6, 164, wo es δύσφημος, κακόφημος erkl. ist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui parle à rebours, faux;
2 qui parle une langue étrangère.
Étymologie: πάλιν, γλῶσσα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίγγλωσσος -ον [πάλιν, γλῶσσα] tegensprekend, onwaar, met vreemde taal.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίγγλωσσος:
1 говорящий на непонятном языке (πόλις Pind.);
2 неверный, лживый (ῥῆσις Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

παλίγγλωσσος: -ον, ὡς τὸ παλίλλογος, ΙΙ. 2, ἐναντιόφημος, ἀντιφατικός, ψευδής, ἀγγελία Πινδ. Ν. 1. 88. ΙΙ. ὁ λαλῶν παράδοξον ἢ ξένην γλῶσσαν, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 6(5). 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιγγλώσσῳ· βλασφήμῳ».

English (Slater)

πᾰλίγγλωσσος, -ον
   a uttered contrary to fact, lying παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν pr. (N. 1.58)
   b perverse of tongue οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος (I. 6.24)
   c sign. incert. ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ ]λος τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ δίκας ὁδοὺς πιστὰς ἐφίλη[ς.]ν (παλίγγλωσσος coni. Wil.: unrelenting G-H.) Παρθ. 2. 63.

Greek Monolingual

παλίγγλωσσος και πολίγλωσσος, -ον (Α)
1. αντιφατικός, ψευδής
2. αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει («ἔρις οὐ παλίγγλωσσος», Πίνδ.)
3. αυτός που μιλά παράξενη ή ξένη γλώσσα
4. δύσφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + -γλωσσος (< γλῶσσα)].

Greek Monotonic

πᾰλίγγλωσσος: -ον (γλῶσσα),·
I. αντιφατικός, ψευδής, σε Πίνδ.
II. λέγεται για παράξενη ή ξένη γλώσσα, στον ίδ.

Middle Liddell

πᾰλίγ-γλωσσος, ον, γλῶσσα
I. contradictory, false, Pind.
II. of strange or foreign tongue, Pind.