ἑδρικός
English (LSJ)
ή, όν, belonging to the anus, Heliod. ap. Orib. 48.58.7, Crito ap.Gal.13.306, Aët.14.3, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I medic. relativo al ano περὶ παθῶν ἑδρικῶν Crit.Hist. en Gal.13.306, αἱ ἑδρικαὶ διαθέσεις Aët.16.106
•apto para la zona del perineo ἐπίδεσμος ἑ. ref. a una forma de vendar que pasa por el ano, Orib.48.58.7, cf. Cass.Fel.74.
II subst.
1 arq. ὁ ἑ. piedra labrada, sillar ἓξ μηνῶν ἑδρικοῦ καὶ πλακοῦ καὶ ξύλων ἐξαγωγᾶς CASA 3.1964.44 (Tauromenio II a.C.).
2 medic. ἡ ἑ. (sc. κηρωτή) pomada aplicable al ano Androm. en Gal.13.307, Garg.Mart.42, Crit.Hist. en Gal.12.485.
3 medic. τὰ ἑδρικά remedios para afecciones del ano Aët.6.68, Paul.Aeg.3.59 (tít.).
German (Pape)
[Seite 717] zum Gefäß, zum Stuhlgang gehörig, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδρικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν ἕδραν, τὴν πυγήν, ἕλκη ἑδρικὰ Αἰγιν.· ἑδρ. ἔμπλαστρος Ἀέτ. 14. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἑδρικός, -ή, -όν)
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην έδρα, στον πρωκτό («εδρικά έλκη», «εδρικό πτερύγιο τών ιχθύων»).