ἑδρικός
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ἑδρική, ἑδρικόν, belonging to the anus, Heliod. ap. Orib. 48.58.7, Crito ap.Gal.13.306, Aët.14.3, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I medic. relativo al ano περὶ παθῶν ἑδρικῶν Crit.Hist. en Gal.13.306, αἱ ἑδρικαὶ διαθέσεις Aët.16.106
•apto para la zona del perineo ἐπίδεσμος ἑ. ref. a una forma de vendar que pasa por el ano, Orib.48.58.7, cf. Cass.Fel.74.
II subst.
1 arq. ὁ ἑ. piedra labrada, sillar ἓξ μηνῶν ἑδρικοῦ καὶ πλακοῦ καὶ ξύλων ἐξαγωγᾶς CASA 3.1964.44 (Tauromenio II a.C.).
2 medic. ἡ ἑ. (sc. κηρωτή) pomada aplicable al ano Androm. en Gal.13.307, Garg.Mart.42, Crit.Hist. en Gal.12.485.
3 medic. τὰ ἑδρικά remedios para afecciones del ano Aët.6.68, Paul.Aeg.3.59 (tít.).
German (Pape)
[Seite 717] zum Gefäß, zum Stuhlgang gehörig, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδρικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν ἕδραν, τὴν πυγήν, ἕλκη ἑδρικὰ Αἰγιν.· ἑδρ. ἔμπλαστρος Ἀέτ. 14. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἑδρικός, -ή, -όν)
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην έδρα, στον πρωκτό («εδρικά έλκη», «εδρικό πτερύγιο τών ιχθύων»).