ἐντελόμισθος

Revision as of 16:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, receiving full pay, D.50.18.

Spanish (DGE)

-ον
náut., de pers. contratado a sueldo completo ναῦται D.50.18, Anon. en Sud., cf. Hsch., πληρώματα Poll.1.121
de naves que lleva una tripulación a sueldo completo Harp.s.u. ἀδηφάγους τριήρεις, ναῦς Hsch.α 1110, τριήρεις Phot.α 343, Sud.s.u. ἀδηφάγοι
fig. (συμμάχους) ἐν οὐρανῷ δὲ ἐντελομίσθους op. ἄμισθος Synes.Ep.4.

German (Pape)

[Seite 855] den vollen Sold bekommend, ναύτης Dem. 50, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντελόμισθος: -ον, ὁ ἐντελῆ μισθὸν λαμβάνων, Δημ. 1212. 12.

Greek Monolingual

ἐντελόμισθος, -ον (AM)
αυτός που παίρνει πλήρη μισθό.

Russian (Dvoretsky)

ἐντελόμισθος: получающий полное жалование (ναύτης Dem.).

English (Woodhouse)

in receipt of full pay