ἄκρουστος

Revision as of 16:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

impercussus, Gloss.

Spanish (DGE)

-ον no golpeado, Gloss.2.224.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρουστος: ὁ μὴ κρουσθείς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-η, -ο κρουστός
αυτός που δεν κρούστηκε ή δεν είναι κρουστός
(κυρίως για υφάσματα) αυτός που δεν είναι πυκνοϋφασμένος.